- ὑπόλισπος
- ὑπόλισποςflat underneathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] … Dictionary of Greek
ὑπόλισφον — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem acc sg (attic) ὑπόλισπος flat underneath neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολίσποις — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολίσπων — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλισπα — ὑπόλισπος flat underneath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόλισποι — ὑπόλισπος flat underneath masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)